- ψιττάκη
- ψιττάκηfem nom/voc sg (attic epic ionic)ψιττακόςparrotfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψιττάκη — και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α ψιττακός, παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή τού πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το… … Dictionary of Greek
ψιττακῶν — ψιττάκη fem gen pl ψιττακός parrot fem gen pl ψιττακός parrot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτάκη — ἡ, Α βλ. ψιττάκη … Dictionary of Greek
σιττάκη — ἡ, Α βλ. ψιττάκη … Dictionary of Greek
ψιττακός — Πτηνό της οικογένειας των ψιττακιδών. Bλ. λ. παπαγάλοι. * * * ο, ΝΜΑ, και σιττακός Α ο παπαγάλος νεοελλ. ζωολ. γένος παπαγάλων τής κεντρικής και δυτικής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψιττάκη] … Dictionary of Greek